- επικαινίζω
- ἐπικαινίζω (Α)ανακαινίζω, επισκευάζω, ανανεώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καιν-ίζω (< καινός) «κάνω κάτι καινούργιο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικαινισθεῖσι — ἐπικαινίζω renew aor part pass masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαινισθῆναι — ἐπικαινίζω renew aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)